Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁ τρέσας

См. также в других словарях:

  • τρεσάς — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… …   Dictionary of Greek

  • τρέσας — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… …   Dictionary of Greek

  • τρέσας — τρέσᾱς , τρέω flee from fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τρέω flee from fear aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστόδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μεσσηνίας (8ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με παράδοση που αναφέρει ο Παυσανίας (βλ. λ. Αριστομένης), δέχτηκε να θυσιαστεί η κόρη του, όπως είχε ζητήσει χρησμός, για να σωθεί η πατρίδα του κατά τον Α’ Μεσσηνιακό… …   Dictionary of Greek

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

  • τρέω — και ποιητ. τ. τρείω Α 1. τρέπομαι σε φυγή από φόβο 2. φεύγω μακριά από κάποιον 3. εξορίζομαι 4. (το αρσ. μτχ. αορ. συν. ως ουσ.) ὁ τρέσας αυτός που έφυγε από τη μάχη από δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέω (< *τρέσω, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού σ ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»